ψωνιστής

ψωνιστής
και ψουνιστής, ο, Ν [ψωνίζω]
1. ο έμπειρος στα ψώνια
2. αυτός που τού αρέσει να ψωνίζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψωνιστής — ο 1. αυτός που ψωνίζει συχνά, αυτός που γνωρίζει να ψωνίζει καλά πράγματα. 2. φρ., «ψωνιστής και κουβαλητής», το πρότυπο του νοικοκύρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοψωνιστής — και καλοψουνιστής, ο (Μ καλοψωνιστής) αυτός που ξέρει να ψωνίζει καλά, να κάνει καλά, εκλεκτά ψώνια νεοελλ. αυτός που αγοράζει και ψωνίζει συνεχώς ή πολλά πράγματα από κάποιο κατάστημα, καλός και συχνός πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ψωνιστής… …   Dictionary of Greek

  • ψουνιστής — ο, Ν (διαλ. τ.) βλ. ψωνιστής …   Dictionary of Greek

  • ψουνιστής — ο βλ. ψωνιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”